- βυρσώδης
- βυρσώδηςleatherymasc/fem acc pl (attic epic doric)βυρσώδηςleatherymasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)βυρσώδηςleatherymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυρσώδης — βυρσώδης, ες (Α) [βύρσα] τραχύς σαν δέρμα … Dictionary of Greek
βυρσωδέστερον — βυρσώδης leathery adverbial comp βυρσώδης leathery masc acc comp sg βυρσώδης leathery neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσώδη — βυρσώδης leathery neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βυρσώδης leathery masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βυρσώδης leathery masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσωδεστέρα — βυρσωδεστέρᾱ , βυρσώδης leathery fem nom/voc/acc comp dual βυρσωδεστέρᾱ , βυρσώδης leathery fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek